ξεδιπλωμένος

ξεδιπλωμένος
η , ο см. ξεδίπλωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεδιπλωμένος" в других словарях:

  • διάπλατος — η, ο 1. ορθάνοιχτος 2. ξεδιπλωμένος τελείως επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα β) πάνω στους δύο ώμους …   Dictionary of Greek

  • εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιπλώνομαι — ξεδιπλώνομαι, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεδιπλώνω — ξεδίπλωσα, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος, ανοίγω κάτι που είναι διπλωμένο: Οι σημαίες οι φοβερές, της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα (Σικελιανός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»