ξεδιπλωμένος
Смотреть что такое "ξεδιπλωμένος" в других словарях:
διάπλατος — η, ο 1. ορθάνοιχτος 2. ξεδιπλωμένος τελείως επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα β) πάνω στους δύο ώμους … Dictionary of Greek
εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
ξεδιπλώνομαι — ξεδιπλώνομαι, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεδιπλώνω — ξεδίπλωσα, ξεδιπλώθηκα, ξεδιπλωμένος, ανοίγω κάτι που είναι διπλωμένο: Οι σημαίες οι φοβερές, της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα (Σικελιανός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)